- ζητρεύω
- ζητρ-εύω, in [dialect] Dor. form [pref] ζατρ-,A = ἐν μυλῶνι βασανίζω, EM408.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζητρεύω — ζητρεύω, δωρ. τ. ζατρεύω (Α) [ζητρός] βασανίζω, τιμωρώ κάποιον με καταναγκαστικά έργα σε μύλο … Dictionary of Greek